| FUNNY
Τα πεÏι κωλου γÏαφομενα
Όποιος πηδάει πολλά παλοÏκια, κάποιο θα μπηχτεί στον κώλο.
Κώλος Ο βασιλιας και οι παÏημιες
Όποιος τον Κώλο δεν γαμεί τυφλός πάει στον Άδη
Τα μεταξωτά βÏακιά θÎλουν και επιδÎξιους κώλους.
Όποιος πηδάει πολλά παλοÏκια, κάποιο θα μπηχτεί στον κώλο.
Αν δεν βÏÎξεις κώλο, ψάÏια δεν Ï„Ïως.
ΜάστοÏας είναι και της γίδας ο κώλος που φτιάχνει κομπολόγια.
Τον κώλο βάζεις μάγειÏα; Σκατά θα μαγειÏÎψει.
ÎŒ,τι φάμε, ÏŒ,τι πιοÏμε κι ÏŒ,τι αÏπάξει ο κώλος μας.
ΠάÏε κώλο, δώσε κώλο, γνώÏισες τον κόσμο όλο.
ΤοÏÏκο φίλευε και κώλο φÏλαγε.
Άλλα λÎει με το στόμα κι άλλα κλάνει ο κώλος του.
Ο Ïπνος θÏÎφει μάγουλα και ξεγυμνώνει κώλους.
Γλυκός ο Ïπνος το Ï€Ïωί, γδυτός ο κώλος τη ΛαμπÏή.
Î’Ïακί δεν Îχει ο κώλος μας, γαÏίφαλο στ' αφτί μας.
Μιλάν' όλοι, μιλάνε κι οι κώλοι.
Είδε η Î¼Î±ÏŠÎ¼Î¿Ï Ï„Î¿Î½ κώλο της και Ï„Ïόμαξε.
(ή: Είδε η Î¼Î±ÏŠÎ¼Î¿Ï Ï„Î¿Î½ κώλο της και νόμιζε πληγή ήτανε)
Όσο πιο ψηλά ανεβαίνει η Î¼Î±ÏŠÎ¼Î¿Ï Ï„ÏŒÏƒÎ¿ φαίνεται ο κώλος της.
Πότε ο Γιάννης δεν μποÏεί, πότε ο κώλος του πονεί.
Από της μυλωνοÏÏ‚ τον κώλο μη γυÏεÏεις καλλιγÏαφίες.
Της μυλωνοÏÏ‚ ο κώλος, αλεÏÏια κοσκινάει.
Αν βάζεις τον κώλο σου να σου κάνει δουλειά, σκατά δουλειά θα κάνει.
(ή: Αν δουλεÏεις με τον κώλο, ποÏδÎÏ‚ και σκατά θά 'χεις.)
ΜακÏιά απ’ τον κώλο μου, κι όπου θÎλει ας πάει..
(ή: ΜακÏιά απ’ τον κώλο μου, κι ας είναι δÎκα μÎÏ„Ïα)
Κώλος που κλάνει, γιατÏÏŒ δεν φοβάται.
(ή: Κώλος κλαμÎνος, γιατÏός χεσμÎνος)
Η κουÏοÏνα όπου κι αν πάει, τον κώλο της μαζί της τον κουβαλάει.
Χάσκει ο κώλος να βγει η ψυχή του.
Κώλος κουνάμενος, ποÏτσος Ï„Ïεμάμενος.
Μήτε κεÏί στον Διάβολο, μήτε στον ΤοÏÏκο κώλο.
Όποιος Îχει εμπιστοσÏνη στον κώλο του, χÎζει το βÏακί του.
ΧήÏας κώλος που πονάει, άλλα Ï€Ïάματα ζητάει.
Κώλο είδες; ΚαÏÏ„ÎÏα και τα σκατά του.
Κώλο μυÏίζεσαι; Σκατά λιγουÏεÏεις.
Κώλος γυναικός που εφάνη δÏσκολα ξεχνιÎται.
Αυτοί είναι κώλος και βÏακί.
Κώλος είναι, ποÏδÎÏ‚ φτιάχνει.
Βατευότανε η γίδα και του Ï„Ïάγου ο κώλος τσοÏζει.
Άκλαστος κώλος, χαÏά δίχως παιχνίδια.
Άλλος κώλος φαίνεται κι άλλος μαγειÏεÏεται.
Έχει και στον κώλο μάτια.
Δεν λÎει πως θÎλει ο κώλος της, μόν’ λÎει πως φταίει η μοίÏα της.
ΖοÏπα ζοÏπα τον κώλο σου, σκατά θα βγάλει.
ΘÎλει να κλάνει με ξÎνο κώλο.
Κώλο δÎÏνεις, κώλο αφήνεις, πάλι κωλαÏίκος είναι.
Ο Διάολος του κώλου του, κουκιά του μαγειÏεÏει.
ΜικÏÏŒ κώλο δεν ÎδειÏες, μÎγα μη φοβεÏίζεις.
Σ’ Îνα βÏακί δυο κώλοι δεν χωÏάνε.
Σε ξÎνο κώλο εκατό ÏαβδιÎÏ‚ δεν είναι τίποτα.
Της γÏιάς ο κώλος ξÎÏει παÏαμÏθια.
Χάλεψε και το οÏνίθι να γεννήσει χηνίσιο αυγό και σκίστηκε ο κώλος του.
ΧεσμÎνος κώλος όπου και να πάει βÏωμάει.
ΧήÏας κώλο γάμησε, πουτάνας μην ζηλÎψεις.
Του κώλου τα εννιάμεÏα.
ΑλάÏγα από πλώÏη καÏÎ±Î²Î¹Î¿Ï ÎºÎ±Î¹ μουλαÏÎ¹Î¿Ï Ï„Î¿Î½ κώλο.
Με σάλιο και υπομονή κι ο κώλος γίνεται μουνί.
Îœ' Îναν κώλο γεÏνάς, μ' Îνα βιος δεν γεÏνάς.
Του 'βαλε στον κώλο νÎφτι.
Ο κώλος μας ξεβÏάκωτος κι η σκοÏφια μας με φιόÏα.
Ο κώλος ο ξεβÏάκωτος είδε βÏακί κι χÎστηκε.
Πήγα να πω τον πόνο μου και μου 'πιασαν τον κώλο μου.
Άγιος και κώλος μαÏÏ„Ï…ÏοÏν, μα ο άγιος αγιάζει κι ο κώλος ζοχαδιάζει.
Η κότα όταν ÎÏθει το αβγό στον κώλο της ψάχνει για φωλιά.
Είδες παπά στον Ïπνο σου; Κώλο γυÏεÏει.